θυράγματα — θυράόγματα, τὰ (Α) [θυράζω] (κατά τον Ησύχ.) «ἀφοδεύματα» … Dictionary of Greek
θυράζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) σπρώχνω έξω από τη θύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα. Αβέβαιος τ., για την ύπαρξη τού οποίου συνηγορεί η γλώσσα τού Ησύχ. θυράγματα αφοδεύματα] … Dictionary of Greek